Οι σπάνιες ομορφιές του νομού Φλώρινας προκαλούν τον επισκέπτη να τις γνωρίσει
- Γράφτηκε από τον Αντώνης Χατζηκυριακίδης
- Σχολιάστε πρώτοι!
- Διαβάστηκε 12275 φορές
- Εκτύπωση
- Έκθεση εικόνων
Ο Νομός Φλώρινας έχει ορεινό, ημιορεινό και πεδινό χαρακτήρα. Η συμπαγής ορεινή μάζα του βόρειου- βορειοδυτικού τμήματος αποτελείται από τα βουνά Βαρνούντας, Βέρνον και Βόρας ,που οι ορεινοί όγκοι τους καταλήγουν στις εύφορες πεδιάδες των Πρεσπών. Έξι λίμνες, ο σπάνιος υδροβιότοπος των Πρεσπών σε συνδυασμό με το κλίμα και τις εναλλαγές του τοπίου, κάνουν την περιοχή πρόκληση για τον επισκέπτη.
Η Φλώρινα, γίνεται πρωτεύουσα του Νομού στα 1912, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Ο επισκέπτης μπορεί να αρχίσει την γνωριμία του με την πόλη από το Αρχαιολογικό Μουσείο, δίπλα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Σε ένα από τα παλιά κτίρια του σταθμού στεγάζεται και λειτουργεί η Πινακοθήκη Φλωρινιωτών ζωγράφων, που διατηρεί η Στέγη Φιλοτέχνων Φλώρινας και όπου εκτίθενται δείγματα των Φλωριναίων δημιουργών. Από την οδό Ιωάννου Άρτη, πλήρη πολυκατοικιών, βρίσκουμε τον Σακουλέβα, το ποτάμι της Φλώρινας. Η εικόνα διαφέρει ανάλογα με την εποχή. Άλλα χρώματα την άνοιξη, άλλα το φθινόπωρο και διαφορετικά το χειμώνα.
Ο λόφος του Αγίου Παντελεήμονα φαίνεται κοντινός. Προχωρώντας ο επισκέπτης βλέπει τα κτίσματα – αντιπροσωπευτικά δείγματα της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος. Στην αριστερή πλευρά του ποταμού το 2ο Δημοτικό Σχολείο, το σπίτι του Τέγου Σαπουντζή (πρώτου Δημάρχου της πόλης στα 1912), εργαστήρια δύο Φλωριναίων ζωγράφων, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το σπίτι του Βογιατζή όπου γύρισε αρκετές σκηνές της ταινίας «ο Μελισσοκόμος» ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Δεξιά το εργαστήρι του αείμνηστου ζωγράφου Στερίκα Κούλη, η Μητρόπολη, το 3ο Γυμνάσιο και στο Κέντρο το κτίριο του Φ.Σ.Φ. «Ο Αριστοτέλης», του παλαιότερου εν ενεργεία πολιτιστικού Συλλόγου. Απέναντι και δεξιά του Συλλόγου στέκει ακόμη το τριώροφο σπίτι του «Πέιου», ένα από τα παλαιότερα παραδοσιακά αστικά αρχοντικά της πόλης.
Συνέχεια της διαδρομής η πλατεία δικαιοσύνης με τα περιποιημένα δημόσια κτίρια, τις εγκαταλειμμένες παλιές φυλακές και το τουρκικό λουτρό (χαμάμ). Ο παρόχθιος περίπατος εκτός από τις εικόνες αντίθεσης που δίνει, οδηγεί στην παλιά Γεωργική Σχολή, σημερινά Τ.Ε.Ι. και στον Άγιο Νικόλαο. Η επιστροφή μπορεί να γίνει από τον κεντρικό δρόμο, την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου βρίσκονται το 4ο Δημοτικό Σχολείο (Πρώην Παιδαγωγική Ακαδημία),τα Δικαστήρια, η παλιά Νομαρχία, το Δημαρχείο, το παλιό Οικοτροφείο, το παιδικό παράρτημα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης «Βασιλικής Πιτόσκα» στο κτίριο Γεωργιάδη, και το «Διεθνές», όπου στεγάζεται η Λέσχη Πολιτισμού Φλώρινας και όπου γυρίστηκαν σκηνές με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Παρακάτω ο εμπορικός δρόμος και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, κτίριο σε νεοβυζαντινό στυλ χτισμένο το 1931. Απέναντι, το δρομάκι οδηγεί στο σπίτι του «Εξάρχου», όπου σύντομα θα μεταφερθεί το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Πίσω από την Εθνική Τράπεζα λειτουργεί η Δημοτική Αγορά, «το παζάρι». Αξίζει μια επίσκεψη για ψώνια και αν είναι Τετάρτη η ποικιλία των προϊόντων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Είναι η μέρα που έρχονται οι γυναίκες, τοπικοί παραγωγοί, με τα γνήσια προϊόντα της φλωρινιώτικης γης και ενίοτε με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους από τον άξονα Σκοπιάς, Πολυποτάμου και Υδρούσας. Δίπλα στην αγορά, στον 1ο όροφο, πάνω από το ΚΑΠΗ, λειτουργεί ο Συνεταιρισμός Γυναικών «η Πελαγονία», που αναπαράγει και πουλά παραδοσιακές φορεσιές, όμορφες μαντήλες και υφαντά.
Τα πιο φημισμένα προϊόντα που αγοράζει κανείς στην αγορά είναι οι φλωρινιώτικες πιπεριές, οι καυτερές «τσούσκες», τα φασόλια, τσάι του βουνού, μήλα και αναλόγως εποχής φράουλες.
Αγορές «εις ανάμνησιν» στα εργαστήρια με τα τοπικά γλυκά κουταλιού και τα μοναδικά πλεχτά κεριά, των κηροπλαστών της Φλώρινας.
Η κεντρική πλατεία και ο πεζόδρομος της πόλης, έχουν κίνηση όλες τις ώρες. Πρωινοί καφέδες για όσους έχουν την πολυτέλεια του χρόνου, απογευματινές βόλτες για τους οικογενειάρχες και το βράδυ φοιτητές και νέοι στα μπαράκια. Οι φλωρινιώτικες ταβέρνες προσφέρουν τοπικά πιάτα και εκλεκτούς μεζέδες.
Η νέα πλατεία, δημιουργήθηκε στη θέση του παλιού Εθνικού Σταδίου και φιλοξενεί υπαίθρια δύο κορυφαία έργα του γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα, τον «θνήσκοντα πολεμιστή» και τον «Καπετάν Κώττα». Απέναντι από τη νέα πλατεία το ΚΤΕΛ και το Διοικητήριο που κρύβει με τον όγκο του το θαυμάσιο κτίριο της παλιάς Οικοκυρικής Σχολής.
Τα ενδιαφέροντα σημεία και οι περίπατοι είναι πολλοί ανάλογα με τη διάθεση και το χρόνο του επισκέπτη μέσα στην πόλη ή σε μικρές διαδρομές γύρω από αυτήν με πιο χαρακτηριστικές αυτήν στο Λόφο του Αγίου Παντελεήμονα ή στην παρόχθια προς Άλωνα περιοχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Τούμπα Αρμενοχωρίου με σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Αξιοθέατα
Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας: Βρίσκεται στην περιοχή του Σιδηροδρομικού Σταθμού της πόλης και αποτελεί το σημαντικότερο οργανωμένο χώρο ενημέρωσης του κοινού για την ιστορική πορεία της περιοχής από την πρώιμη αρχαιότητα έως και τα βυζαντινά χρόνια. Οι πληροφορίες αναπτύσσονται σε διακριτές εκθεσιακές ενότητες, οι οποίες είναι οργανωμένες σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις.
Η πρώτη ενότητα του ισογείου αφορά στην ανθρώπινη παρουσία στο Νομό στα προϊστορικά χρόνια. Περιλαμβάνει πληροφορίες για τη γεωμορφολογία της περιοχής, τη χλωρίδα και την πανίδα, καθώς και για τους οικισμούς της Νεολιθικής και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις λεκάνες Αμυνταίου, Φλώρινας και Πρεσπών. Σημαντική θέση στην ενότητα αυτή καταλαμβάνουν τα ευρήματα (αγγεία, εργαλεία, υλικά δόμησης, αντικείμενα οικοτεχνίας κ.λπ.) από τις παλιότερες και πιο πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στην Τούμπα του Αρμενοχωρίου, ενώ αναλυτικοί πίνακες, ζωγραφικές, σχεδιαστικές και ψηφιακές αναπαραστάσεις περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο μια ολοκληρωμένη εικόνα για όλες της πτυχές της ζωής στον οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Η δεύτερη και τρίτη αίθουσα του ισογείου φιλοξενούν αντιπροσωπευτικά δείγματα γλυπτικής από διάφορες περιοχές του Νομού. Πρόκειται για έργα τοπικών εργαστηρίων, με χαρακτηριστικότερες τις ανάγλυφες ταφικές στήλες των ρωμαϊκών χρόνων (1ος αι. π.Χ. - 4ος αι. μ.Χ.) με μορφές νεκρών που σε κάποιες περιπτώσεις φέρουν επιγραφές με ονόματα θεών. Στην τέταρτη αίθουσα εκτίθεται ένα ψηφιδωτό με γεωμετρικά σχέδια και επιγραφές, το οποίο αποσπάστηκε από δάπεδο κτιρίου των ρωμαϊκών χρόνων (2ος-3ος αι. μ.Χ.) που ανασκάφτηκε στις Κάτω Κλεινές.
Ο όροφος του Μουσείου είναι αφιερωμένος στην παρουσίαση των δύο σημαντικών ελληνιστικών οικισμών της περιοχής, τις Πέτρες και τον Άγιο Παντελεήμονα Φλώρινας. Στις κλειστές προθήκες εκτίθενται αντικείμενα καθημερινής χρήσης, εργαλεία, αγγεία διαφόρων τύπων και μεγεθών, πήλινα ειδώλια θεοτήτων, νομίσματα, αλλά και απανθρακωμένοι σπόροι δημητριακών, ποσότητες ρητίνης, που αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφικές έρευνες στους δύο οικισμούς. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η αναπαράσταση του εσωτερικού ενός δωματίου σπιτιού από τις Πέτρες με το σύνολο της οικοσκευής του, που αποδίδει με τον πλέον κατανοητό τρόπο την εικόνα μιας οικίας των ελληνιστικών χρόνων.
Τέλος, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εκτίθενται έργα βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης, τα οποία προέρχονται από τα μνημεία της περιοχής των Πρεσπών, με καλύτερα σωζόμενες τις τοιχογραφίες από τη Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου.
Λόφος Αγίου Παντελεήμονα – Φλώρινα: Στη βόρεια πλαγιά του ομώνυμου λόφου, που δεσπόζει πάνω από την πόλη της Φλώρινας οι αρχαιολόγοι Α. Κεραμόπουλος και Γ. Μπακαλάκης ανέσκαψαν στα 1930 - 1934 τμήμα μιας αρχαίας πόλης, την οποία τοποθέτησαν χρονολογικά στην κλασική και ελληνιστική εποχή, σημειώνοντας παράλληλα τον εντοπισμό στοιχείων που πιστοποιούσαν την ύπαρξη οικισμού στο συγκεκριμένο σημείο των προϊστορικών χρόνων και συγκεκριμένα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1600 - 600 π.Χ.). Τα συμπεράσματα των πρωτοπόρων της έρευνας στην περιοχή ήρθαν να επιβεβαιώσουν και να εμπλουτίσουν οι ανασκαφικές εργασίες της ΙΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στη δεκαετία του ’80.
Πρόκειται για πόλη, η οποία ιδρύθηκε στα χρόνια του Φιλίππου του Β΄, με αδιάλειπτη κατοίκηση κατά τους 3ο - 1ο αιώνες π.Χ. Σε μια έκταση οχτώ περίπου στρεμμάτων έχουν αποκαλυφθεί τα οικιστικά λείψανα τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων της ελληνιστικής περιόδου, τα οποία χωρίζονται από τρεις κάθετους δρόμους πλάτους τριών περίπου μέτρων. Καθένα από αυτά περιλαμβάνει τέσσερα-πέντε σπίτια, με λίθινα θεμέλια και ανωδομή από πλιθιά και τοίχους συχνά επιχρισμένους με λευκό κονίαμα, ενώ τα δάπεδά τους ήταν συνήθως χωμάτινα και σπανιότερα στρωμένα με φυσικές ψηφίδες ή κομμάτια κεραμιδιών. Στους στεγασμένους χώρους των σπιτιών αποκαλύφθηκαν εστίες παρασκευής της τροφής, ενώ κάποιοι από τους χώρους αυτούς χρησιμοποιούνταν ως εργαστήρια κατασκευής ειδών κεραμικής ή σιδερένιων εργαλείων, όπως πιστοποιούν οι κλίβανοι που εντοπίστηκαν.
Στην πλούσια οικοσκευή των σπιτιών της πόλης αποτυπώνεται το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και λατρευτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της. Έτσι, το πλήθος των αποθηκευτικών αγγείων, των σιδερένιων γεωργικών εργαλείων, αλλά και των υφαντικών βαρών, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ποσότητες καμένων σπόρων σιτηρών μαρτυρούν τη συστηματική ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργοκτηνοτροφία. Εκτεταμένες ήταν και οι εμπορικές τους συναλλαγές με διάφορες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου (Θάσος, Ρόδος, Κως, ιταλική χερσόνησος, Πέλλα, Αμφίπολη, Αθήνα), που αποδεικνύονται αφενός από την ανεύρεση πλήθους ενσφράγιστων λαβών αμφορέων και αφετέρου από την κυκλοφορία στην πόλη νομισμάτων από τις παραπάνω περιοχές. Τα αγγεία με ανάγλυφη διακόσμηση μυθολογικών παραστάσεων και τα πήλινα ειδώλια μορφών του ελληνικού πανθέου (Αφροδίτη, Ερμής, Άρτεμη, Μητέρα των Θεών κ.λπ.) πιστοποιούν τόσο την καλή γνώση της μυθολογίας, όσο και τις λατρευτικές προτιμήσεις των κατοίκων. Η κατοίκηση στην πόλη διακόπτεται βίαια από εκτεταμένη πυρκαγιά στις αρχές του 1ου αι. π.Χ.
Αρχαιολογικός χώρος Πετρών: Η αρχαία πόλη που βρίσκεται στη Δυτική όχθη της λίμνης των Πετρών είναι η περισσότερο γνωστή και συστηματικότερα ερευνημένη αρχαιολογική θέση του Νομού. Εντοπίστηκε σε μια έκταση δεκαπέντε-είκοσι εκταρίων, στη θέση Γκραντίστα 1,5 χλμ. βορειοδυτικά των Πετρών, ήδη από το 1913, όταν ο Νικόλαος Παπαδάκης κατέγραψε και δημοσίευσε τις εντοιχισμένες επιγραφές στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο καθηγητής Αντώνιος Κεραμόπουλος πιστοποίησε την ύπαρξη θεμελίων οικιών μετά από την περιορισμένη ανασκαφική έρευνα την οποία πραγματοποίησε. Η συστηματική έρευνα του οικισμού ξεκίνησε το 1982 από την ΙΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα πρωιμότερα λείψανα εγκατοίκησης στο χώρο, με βάση την κεραμική που σποραδικά έχει εντοπιστεί, ανάγονται στην Ύστερη Εποχή Χαλκού και στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (1200 - 600 π.Χ.). Ο οικισμός που ήκμασε στην περίοδο ανάμεσα στους 3ο και 1ο π.Χ. αιώνες αποτελεί τυπικό παράδειγμα κώμης της Άνω Μακεδονίας με γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι η θέση μπορεί να ταυτιστεί με την Κέλλη των μεσαιωνικών οδοιπόρων. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Εγνατία Οδό και στο βάθος της εύφορης κοιλάδας του Αμυνταίου. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως ένα ισχυρό τείχος, το οποίο περικλείει έναν οικισμό με ελεύθερη πολεοδομική οργάνωση, που αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τις καμπύλες του λόφου πάνω στον οποίο βρίσκεται.
Οι οικιστικοί χώροι είναι οργανωμένοι σε ομάδες των τριών με κοινούς εξωτερικούς τοίχους. Διώροφες κατασκευές, χωρίς αυλή, με υπόγειους χώρους για αποθήκες και εργαστήρια, τα σπίτια των Πετρών συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της ελληνιστικής κατοικίας. Τα ισόγεια είναι κτισμένα με αργολιθοδομή ενώ οι όροφοι με ελαφρότερα υλικά και ξυλοδεσιές. Το εσωτερικό ήταν διακοσμημένο με έγχρωμα κονιάματα, εμπλουτισμένα σε ορισμένες περιπτώσεις με αφηρημένα μοτίβα Ένα σύστημα δρόμων διέσχιζε τον οικισμό, ενώ έχουν βρεθεί και οι υδροδοτικοί πηλοσωλήνες που καταλήγουν σε κρήνες και πηγάδια. Σημαντικά δημόσια οικοδομήματα αποτελούσαν το ιερό του Διός - σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε στο εσωτερικό του - και ο μεγάλος υπόγειος πιθεώνας που εντοπίστηκε σε κοντινή απόσταση.
Βασιλική Αγίου Αχιλλείου: Τα ερείπια της βασιλικής βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά του ομώνυμου νησιού της λίμνης Μικρή Πρέσπα. Ο ναός ιδρύθηκε από τον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ το 983 ή 986 μ.Χ., ο οποίος, μετά την νίκη του κατά των Βυζαντινών και την κατάληψη της Λάρισας, μεταφέρει από εκεί τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου (Επισκόπου Λαρίσης στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου) στην Πρέσπα, που εκείνη την εποχή αποτελούσε τον πυρήνα του βουλγαρικού κράτους. Παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές και λεηλασίες του ναού από διάφορους επιδρομείς, οι κάτοικοι της περιοχής τον ανακατασκευάζουν πολλές φορές και συνεχίζουν να τον χρησιμοποιούν ως το βασικό λατρευτικό κέντρο μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα.
Ο ναός ανήκει στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται από δύο πεσσοστοιχίες, που η καθεμιά τους αριθμεί επτά πεσσούς. Ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελεί το σύνθρονο στην κόγχη του ιερού βήματος, οι βαθμίδες δηλαδή που χρησιμοποιούσαν στις επίσημες τελετές οι ανώτατοι αρχιερείς, πάνω από το οποίο μάλιστα σώζονται και δείγματα από τις παλιότερες τοιχογραφίες του ναού, που απεικονίζουν με κόκκινο χρώμα δεκαοχτώ αψίδες στις οποίες αναγράφονται οι έδρες των επισκόπων που υπάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Από τα υπόλοιπα στρώματα τοιχογράφησης της βασιλικής σώζονται ελάχιστα δείγματα, κυρίως μορφές στρατιωτικών Αγίων, της Παναγίας και ενός αγγέλου, τα οποία χρονολογούνται στους 11ο και 12ο αιώνες και σήμερα βρίσκονται εκτεθειμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας.
Οι λίμνες
Οι λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδα: Στα όρια των νοτιοδυτικών απολήξεων του Βόρα με τα χαμηλότερα βορειοανατολικά σημεία της λεκάνης του Αμυνταίου έχουν σχηματισθεί οι λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδας, ως συνέχεια της υδρολογικής λεκάνης της Εορδαίας. Η λίμνη Πετρών είναι πολύ μικρότερη, δέχεται τα νερά από την λίμνη Χειμαδίτιδα και τροφοδοτεί με τη σειρά της τη Βεγορίτιδα. Είναι μια μεσοτροφική λίμνη, η μέση στάθμη της βρίσκεται σε υψόμετρο 572 μέτρων και η επιφάνειά της έχει έκταση οχτώ τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Η λίμνη Βεγορίτιδα είναι από τις βαθύτερες λίμνες της Ελλάδας. Η περιγραφή της με τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας λίμνης είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αφού το μέγεθός της μεταβάλλεται συνέχεια, με τα νερά της να υποχωρούν γοργά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της υπερβολικής άντλησης για τις ανάγκες του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Άγρα, του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού Αμυνταίου – Φιλώτα και της άρδευσης των γειτονικών γεωργικών εκτάσεων. Τα τελευταία χρόνια (1996, 1997) εμφανίζεται τάση μείωσης του ρυθμού πτώσεως της στάθμης της λίμνης ή σταθεροποίησης σε υψόμετρο 510 μέτρων περίπου. Έτσι, θεωρώντας τη στάθμη σε υψόμετρο 513 μέτρων, το μέγιστο βάθος της μπορεί να φθάνει τα εβδομήντα μέτρα, ενώ η επιφάνειά της έχει έκταση πενήντα εννιά τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Αν και οι λίμνες αυτές και ιδιαίτερα η λίμνη Πετρών θεωρούνται σημαντικά υποβαθμισμένες, εν τούτοις παρουσιάζουν σημαντική ποικιλία οργανισμών και ιδιαίτερα πουλιών. Στη λίμνη Πετρών έχουν παρατηρηθεί περισσότερα από ενενήντα είδη πουλιών, ενώ στο σύμπλεγμα των δύο λιμνών, περισσότερα από εκατόν τριάντα, πολλά από τα οποία είναι απειλούμενα. Μάλιστα, στη λίμνη των Πετρών αναπαράγονται σπάνια είδη, όπως η Λαγγόνα (Phalacrocorax pygmaeus), η οποία έχει δημιουργήσει στην περιοχή μια δεύτερη αποικία στο νομό της Φλώρινας, εκτός από αυτή των Πρεσπών. Αυτές είναι οι δύο από τις τρεις αποικίες του είδους στην Ελλάδα, τις μοναδικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα: Αν και είναι δύο ξεχωριστές λίμνες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, σχεδόν πάντα αναφέρονται μαζί, ίσως γιατί διαμορφώνουν μια ενιαία περιοχή και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους είναι αμοιβαίες. Η λίμνη Ζάζαρη είναι μια από τις ομορφότερες λίμνες της Ελλάδας, σε υψόμετρο 602 μέτρα, έχει εμβαδό περίπου δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τροφοδοτείται από το ποτάμι του Σκλήθρου, αλλά και από υπόγειες πηγές, ενώ στη συνέχεια τροφοδοτεί με τη σειρά της τη Χειμαδίτιδα.
Η λίμνη Χειμαδίτιδα είναι μεγαλύτερη έχει έκταση 10,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρίσκεται εννιά μέτρα χαμηλότερα από τη Ζάζαρη. Πρόκειται για λίμνη με έντονο ευτροφισμό, ο οποίος είναι εμφανής από την πολύ μεγάλη έκταση απροσπέλαστων καλαμιώνων, οι οποίοι όμως αποτελούν σημαντικό βιότοπο για την αναπαραγωγή, διαχείμαση και γενικότερα διαβίωση σημαντικών οργανισμών.
Οι δύο λίμνες, μα κυρίως η Χειμαδίτιδα, έδιναν στο παρελθόν και συνεχίζουνακόμα να προσφέρουν στα κοπάδια των κτηνοτρόφων πιο ήπιες συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του δριμύτατου χειμώνα της ευρύτερης περιοχής, αλλά και πιο απομακρυσμένων Διαμερισμάτων. Τα χειμαδιά άλλωστε, χάρισαν ως αντάλλαγμα το όνομα στη μία από τις λίμνες. Μετά τις αλλαγές στον τρόπο εκτροφής των αιγοπροβάτων και βοοειδών, τα τελευταία χρόνια, λίγα μόλις κοπάδια κτηνοτρόφων, σε πείσμα των καιρών, εξακολουθούν να βόσκουν στη γύρω περιοχή και να θυμίζουν αμυδρά το παρελθόν.
Στο σύμπλεγμα των δύο λιμνών έχουν καταγραφεί σημαντικά είδη φυτών (εκατόν πενήντα είδη) και κυρίως ζώων. Έχουν παρατηρηθεί εκατόν σαράντα ένα είδη πουλιών, από τα οποία τα εκατό είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Αξίζει όμως να αναφερθεί πως στη Χειμαδίτιδα αναπαράγεται, με το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα, η Βαλτόπαπια (Aythya nyroca), με 60 ζευγάρια, η οποία είναι παγκόσμια απειλούμενο είδος. Ακόμη στις δύο λίμνες φιλοξενούνται δώδεκα είδη θηλαστικών, εφτά είδη ερπετών, εφτά είδη αμφιβίων και οχτώ είδη ψαριών.
Εθνικός Δρυμός Πρεσπών: Με το όνομα Πρέσπες αναφέρεται το βορειοδυτικότερο υψίπεδο της ελληνικής επικράτειας, το οποίο απομονώνεται από τον υπόλοιπο νομό της Φλώρινας, από τον Βαρνούντα ανατολικά και το Τρικλάριο (Σφήκα) νότια. Βόρεια, δεν υπάρχει φυσικό σύνορο, παρά μόνο αυτό που χωρίζει πολιτικά τη μεγάλη Πρέσπα στα τρία γειτονικά κράτη: Ελλάδα, Αλβανία και Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η Μικρή Πρέσπα είναι μια μακρόστενη, μεσοτροφική λίμνη, με επιφάνεια 47,35 τετραγωνικών χιλιόμετρων, από τα οποία τα 43,5 είναι στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα στην Αλβανία. Η Μεγάλη Πρέσπα είναι ολιγοτροφική λίμνη, έχει συνολική επιφάνεια διακόσια εβδομήντα δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τα οποία τα τριάντα εφτά-τριάντα εννιά είναι στην Ελλάδα.
Από πολύ νωρίς, αναγνωρίστηκε η μοναδικότητα και η σπουδαιότητα των Πρεσπών ως ενδιαίτημα σημαντικών ειδών οργανισμών, κυρίως πουλιών. Η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζοντας τις φυσικές αξίες της περιοχής, ανακήρυξε την περιοχή Εθνικό Δρυμό, το 1974. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο εθνικό δρυμό στην Ελλάδα, με έκταση διακόσια πενήντα τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τα οποία η ζώνη απόλυτης προστασίας, ο πυρήνας, καταλαμβάνει 49,3 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το στοιχείο βέβαια που ξεχωρίζει τις Πρέσπες από τους υπόλοιπους εθνικούς δρυμούς είναι η μεγάλη ποικιλομορφία σε φυσικές διαπλάσεις και τύπους ενδιαιτημάτων. Από το επίπεδο του νερού των λιμνών, όπου φωλιάζουν οι Πελεκάνοι, μέχρι τις βουνοκορφές των βουνών που περιβάλλουν τις Πρέσπες και βρίσκει κρησφύγετο ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), συναντά κανείς μια σειρά από διαφορετικούς βιότοπους, καλαμιώνες, υγρολίβαδα, αγροτικές εκτάσεις, δασικές διαπλάσεις, υποαλπικά και αλπικά λιβάδια.
Ορειβατικές διαδρομές
Ο νομός της Φλώρινας αποτελεί την είσοδο για δύο από τα μεγαλύτερα ορειβατικά ευρωπαϊκά μονοπάτια, το Ε4 και Ε6. Το μονοπάτι Ε4 ξεκινά από τα Πυρηναία, περνάει τις Άλπεις και διασχίζοντας την πρώην Γιουγκοσλαβία εισέρχεται στην Ελλάδα, μέσω του φυλακίου της Νίκης στη Φλώρινα και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο. Στην περιοχή της Φλώρινας το μονοπάτι διασχίζει τους ορεινούς όγκους Βαρνούντα και Βέρνου και με κατεύθυνση νότια και νοτιανατολική, μέσω Αγίου Παντελεήμονα, καταλήγει στους Πύργους Εορδαίας. Το μονοπάτι Ε6 εισέρχεται στο νομό από το Βόρα, συνεχίζει νοτιοδυτικά προς το Βέρνο, όπου τέμνει το Ε4 στη θέση Δερβένι, συνεχίζει προς το Βαρνούντα και τις Πρέσπες και από εκεί κατευθύνεται προς τις ακτές της Ηπείρου. Οι διαδρομές είναι πραγματικά μαγευτικές και περιλαμβάνουν κύριους, δασικούς και αγροτικούς δρόμους και μονοπάτια, ενώ στο Ε4 «προβλέπεται» και πέρασμα της λίμνης Βεγορίτιδας με βάρκα. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω διαδρομών αποτελεί μοναδική εμπειρία.
Χιονοδρομικό
Στη θέση Βίγλα, δεκαοχτώ χιλιόμετρα από τη Φλώρινα, στον αυχένα όπου ενώνονται οι οροσειρές του Βέρνου και του Βαρνούντα, βρίσκεται το Χιονοδρομικό Κέντρο Βίγλας Πισοδερίου, από τα πρώτα που λειτούργησαν στην Ελλάδα, σε υψόμετρο 1650 μέτρων. Το οργανωμένο Χιονοδρομικό Κέντρο, το μοναδικό στην Ελλάδα που βρίσκεται σε Εθνική Οδό, εκτός από το πολύ χιόνι που κρατάει προσφέρει:
- Πίστες διανοιγμένες σε δασώδεις πλαγιές, φυσικά οριοθετημένες από τα δέντρα
- Τέσσερις αναβατήρες, τρεις εναέριους και έναν συρόμενο, τρεις πίστες εγκεκριμένες από τον F.I.S .
- Ορειβατικό- χιονοδρομικό καταφύγιο, ξενώνα, σαλέ, εστιατόρια, καφετέρια, ενοικίαση εξοπλισμού, μαθήματα σκι.
- Το καλοκαίρι, εναλλακτικά, ιππασία και περιπάτους σε μικρές διαδρομές.
Νυμφαίο
Στους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής του Αμυνταίου, κυρίαρχη θέση όσον αφορά την αρχιτεκτονική κατέχει το Νυμφαίο, που διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη την εικόνα που είχε κατά το μεσοπόλεμο και το οποίο είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός και ιστορικός τόπος. Η εικόνα του οικισμού είναι επιβλητική με το σύνολο των κτιρίων κτισμένων από εμφανή πέτρα και ιδιόμορφες στέγες από λαμαρίνα. Η οικονομική άνθιση του Νυμφαίου (αποτέλεσε ξακουστό κέντρο αργυροχρυσοχοϊας) διαφαίνεται ξεκάθαρα στα κτίρια του οικισμού. Στα παλιότερα παραδείγματα των οικιών συναντούμε κατόψεις μορφής «Γ» «Π» και ορθογωνικές και απλή μορφολογία στις όψεις. Τα παραδείγματα των αρχών του 20ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τριμερή συμμετρική διαίρεση της όψης με το κεντρικό τμήμα σε ελαφρά προεξοχή και αετωματική απόληξη, ενώ συνυπάρχουν και παραλλαγές αυτού του τύπου πάντα με κλασικιστικές επιρροές.
Τέλος τα κτίρια του 2ου τετάρτου του 20ου αιώνα αποτελούν μορφολογική εξέλιξη των προγενέστερων και τα χαρακτηρίζει η μπαρόκ, καμπύλη, αετωματική απόληξη. Εντυπωσιακός είναι ο εσωτερικός χώρος των κατοικιών με τον αξιόλογο ζωγραφικό διάκοσμο, τα μιντέρια και τα τζάκια στα υπνοδωμάτια και στην μεγάλη κεντρική σάλα. Ξεχωριστή θέση στον οικισμό κατέχει η Νίκειος Σχολή (1928) που χτίστηκε με σχέδια που έφερε από την Σουηδία ο ευεργέτης Ι. Νίκου και λειτούργησε ως διδασκαλείο και η τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα σε σχήμα «Π» του Αγίου Νικολάου (1867). Σύμφωνα με την τοπική παράδοση για την κατασκευή της εκκλησίας οι τεχνίτες και τα σχέδια έφτασαν στο Νυμφαίο από την Κωνσταντινούπολη. Ο ναός κάηκε το 1944 και πρόσφατα επισκευάστηκε ριζικά. Ανάλογη παράδοση υπάρχει και για τους ναούς του Αγίου Γεωργίου (1867) στο Σκλήθρο και του Αγίου Δημητρίου (1856) στην Κλεισούρα που παρουσιάζουν μεγάλες τυπολογικές ομοιότητες.
Βυζαντινά – Μεταβυζαντινά μνημεία
Παρά τη γεωγραφική απομόνωση και αραιοκατοίκηση των Πρεσπών, η βυζαντινή και μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της περιοχής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκτός από τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στη νότια πλευρά του ομώνυμου νησιού σώζονται τα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων (11ος – 12ος αι.), μιας μικρής τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα. Τα λείψανα οχύρωσης γύρω από το ναό, καθώς και ένα ελληνιστικό κτίσμα, μια ρωμαϊκή επιγραφή και δύο παλαιοχριστιανικοί κίονες φανερώνουν τη συνεχή χρήση του χώρου από την ελληνιστική αρχαιότητα (στο σημείο αυτό τοποθετείται η αρχαία πόλη Λύκα) μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Ακόμα, ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου (15ος αι.) ξεχωρίζει για τις τοιχογραφίες του, που συνιστούν χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκότροπης εκκλησιαστικής ζωγραφικής της περιοχής.
Ένα από τα παλαιότερα (αρχές του 11ου αι.) και σημαντικότερα μνημεία εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της περιοχής βρίσκεται στον Άγιο Γερμανό. Πρόκειται για ένα μικρό σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο και νάρθηκα, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό. Εκτός από το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ένα συνοπτικό πανόραμα βυζαντινής και μεταβυζαντινής αγιογραφίας, αφού στο εσωτερικού του ναού σώζονται αλλεπάλληλα στρώματα τοιχογραφιών, τα οποία καλύπτουν χρονολογικά επτά αιώνες (11ος – 18ος). Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει επί μακρόν την περιήγηση στα μνημεία της Πρέσπας, παρατηρώντας την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή και τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο του τρίκογχου ναού του Αγίου Νικολάου στην Πύλη (14ος αι.) ή θαυμάζοντας την πολυχρωμία και τη δραματικότητα των σκηνών στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στο Πλατύ (1591).
Παρ’ όλα αυτά, ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και μοναδικά στοιχεία της περιοχής είναι οι βραχογραφίες και τα ασκηταριά στις απότομες όχθες της Μεγάλης Πρέσπας, σημάδια της έντονης παρουσίας μικρών μοναστικών κοινοτήτων και αναχωρητών. Η Παναγία η Ελεούσα (1373) και η Παναγία η Βλαχερνίτισσα (1455/6) αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα βραχογραφιών, τις οποίες μπορεί κανείς να δει μέσα από τη βάρκα στον μικρό κόλπο των Ψαράδων.
Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα τρία καλύτερα σωζόμενα ασκηταριά στον απότομο βράχο που υψώνεται πάνω από την όχθη της λίμνης. Το πρώτο από τα δύο που συναντά ο επισκέπτης στην περιήγησή του με βάρκα είναι το ασκηταριό της Μεταμόρφωσης (13ος αι.), από το οποίο σώζονται η μικρή μονόχωρη καμαροσκέπαστη εκκλησία και ορισμένα ίχνη από τα κελιά των μοναχών. Στη συνέχεια, μπορεί κανείς να δει τα ερείπια του ασκηταριού της Μικρής Ανάληψης (15ος αι.), από το οποίο σώζονται κάποια στοιχεία τοιχογραφιών της κόγχης του ιερού.
Το πληρέστερα σωζόμενο είναι το ασκηταριό της Παναγίας Ελεούσας (αρχές 15ου αι.), το οποίο βρίσκεται σε μια σπηλιά με σχετικά μεγάλο άνοιγμα. Ο μικρός μονόχωρος ναός με ημιεξαγωνική κόγχη είναι κατάκοσμος με τοιχογραφίες, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας στο τόξο πάνω από την είσοδο. Η επιγραφή πάνω από τη μικρή πόρτα μας πληροφορεί για τους μοναχούς - κτήτορες του ναού, τον άρχοντα της περιοχή Βουλκασινό και την ακριβή ημερομηνία οικοδόμησης (1409/10).
Έκθεση εικόνων
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03
- JW_SIGP_LABELS_03 JW_SIGP_LABELS_03